-
1 луна
-ы, πλθ. луны θ.1. φεγγάρι, σελήνη•затмение -ы έκλειψη σελήνης•
полная луна πανσέληνος•
первая четверть -ы το πρώτο τέταρτο της σελήνης•
последняя четверть -ы το τελευταίο τέταρτο της σελήνης•
при свете -ы κάτω από το φως του φεγγαριού•
ущерб -ы φθίση της σελήνης•
фазы -ы φάσεις της σελήνης•
луна взошла το φεγγάρι βγήκε (ανέτειλε-)•
2. (αστρν.) δορυφόρος. -
2 σύνοδος
A = συνοδοιπόρος, AP7.635 (Antiphil.), Arr.Epict. 2.14.8, 3.21.5, Certamen 245, Man.5.58.------------------------------------σύνοδος (B), ἡ,A assembly, meeting, esp. for deliberation, Orac. ap. Hdt.9.43, And.1.47, Th.1.96, 119, IG42(1).68.93 (Epid., iv B.C.), etc.;ξ. Ἀχαιῶν E.Hec. 107
(anap.);σ. κώμης BGU1648.6
(ii A.D.);σ. συλλεγῆναι Hdt.9.27
; (prose decree);ἀπὸ κοινῶν ξ. βουλεύειν Th.1.97
; ἐκ τῶν ξ. Id.5.17; σ. πρὸς τῷ διαιτητῇ meeting of parties in court, D.54.29: pl., of political clubs or conspiracies, Sol.4.22, Ar.Eq. 477, Th.3.82, Pl.Tht. 173d; ἑταιρείας μὴ ποιεῖσθε μηδὲ ς. Isoc.3.54; also of private meetings or gatherings for discussion, διαλεκτικαὶ ς. Arist.Top. 159a32; of synods of the church, Cod.Just.1.1.7.12.2 national gathering, Th.3.104, Pl.Smp. 197d; αἱ ἀρχαῖαι θυσίαι καὶ ς. Arist.EN 1160a26: hence, society for festal purposes,τῶν ἐρανιστῶν IG22.1369.32
;τῶν μυστῶν SIG851.25
(Smyrna, ii A.D.);τῶν Ἀσκλαπιαστᾶν IG42(1).679
(Epid.).3 company, guild, (Delph., ii B.C.); [ συγγεωργῶν] Sammelb.7457.5,9 (ii B.C.); athletic club, OGI486.17 (Pergam., ii A.D.), 713.9 (Alexandria, iii A.D.); ἡ ἱερὰ ξυστικὴ περιπολιστικὴ.. ς. PLond.3.1178.38 (ii A.D.), cf. POxy.908.9 (ii A.D.), IG22.1350.5 = συνουσία, sexual intercourse, Arist.HA 541a31, Clearch.49, Ph.1.148, Plu.Lyc. 15, Gal.15.47.II of things, coming together, constriction, κυάνεαι σύνοδοι θαλάσσας, of the straits of the Bosporus, E.IT 393 (lyr.); ἡ σ. τοῦ πλησίον ἀλλήλων τεθῆναι the coming together resulting from juxtaposition, Pl.Phd. 97a; ἡ τῆς πιλήσεως ς. Id.Ti. 58b; ἡ τοῦ ὕδατος ς., viz. ice, ib. 61a; ὅσον διαχυτικὸν.. τῶν περὶ τὸ στόμα ς. whatever relaxes.. constriction in the organ of taste, ib. 60b;ἀναγκαῖον τῶν τοιούτων γίνεσθαι σύνοδον, ἀλλ' οὐ διὰ ψύξιν Arist. GA 764b7
; ἡ εἰς αὑτὸν ς. contraction of a muscle, Gal.UP12.8, cf. Id.4.391; ἡ σ. ἡ κατὰ [τὴν οὐσίαν] λεγομένη the union of matter and form, viz. the concrete object, Arist.Metaph. 1033b17; concourse, assemblage,παθῶν Longin.10.3
; of the parts of the foetus, Sor.2.64; combination of numbers, Theol.Ar.8;σημείων Gal.16.505
.2 Astron., conjunction,τῶν πλανήτων καὶ πρὸς αὑτοὺς καὶ πρὸς τοὺς ἀπλανεῖς Arist. Mete. 343b30
; of the sun and moon, Plu.2.269c, IG14.2126 ([place name] Rome);ἡλίου καὶ σελήνης Gal.18(2).240
;σ. ἐκλειπτικὴ σελήνης πρὸς ἥλιον Plu. Rom.12
; αἱ ς., of the times of new moon, Zeno Stoic.1.34;αἱ τῶν μηνῶν σ. ψυχραὶ διὰ τὴν τῆς σελήνης ἀπόλειψιν Arist.GA 738a20
, cf. Thphr.Sign.5, LXX De.33.14.3 Gramm., construction, A.D.Synt. 28.11, al.III incoming of revenue,χρημάτων σύνοδοι Hdt.1.64
; revenues, ἀπὸ τῶν ς. IG11(4).1217 ([place name] Delos); τῶν φερόντων τὴν σ. τοῦ Διὸς τοῦ ξενίου ib.22.1012.15 (ii B.C.); οἱ τὴν σ. φέροντες τῷ θεῷ ib.22.1326.6. (Written sunhod-, i.e. συνὁδ-, in a Latin inscr., CIL12.2519.2,3,4 (i B.C.(?)); also synhod-, ib.6, IG14.2495 ([place name] Nemausus), CIL12.3183 (ibid.), 6.10117 ([place name] Rome).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοδος
-
3 четверть
-и θ.1. το τέταρτο, το τεταρτημόριο•четверть века το τέταρτο του αιώνα, εικοσιπενταετία•
четверть стоимости το τέταρτο της αξίας•
четверть яблока το τέταρτο του μήλου•
четверть часа τέταρτο της ώρας•
четверть двенадцатого το τέταρτο του δώδεκα.
2. το τρίμηνο•отметка (оценка) за четверть (σχολικός) βαθμός του τρίμηνου•
первая четверть το πρώτο τρίμηνο.
3. το τεταρτημόριο διαφόρων ρωσικών μέτρων.4. το τέταρτο μουσικής νότας.5. το τέταρτο της σελήνης•последняя четверть луны το τελευταίο τέταρτο της σελήνης ή η τελευταία φάση.
-
4 свет
свет Iм в разн. знач. τό φως:лунный \свет τό φως τής σελήνης, τό φεγγαρόφωτο, τό σεληνόφως· рассеянный \свет τό διάχυτο φως· отраженный \свет τό φως ἀπό ἀντανάκλαση· электрический \свет τό ἡλεκτρικό φῶς· зажигать \свет ἀνάβω τό φως· при \свете лампы μέ τό φως τής λάμπας· при \свете луны στό φως τής σελήνης· чуть \свет στά βαθειά χαράματα· рассматривать что́-л. на \свет κοιτάζω κάτι στό φως· представлять что-л. в выгодном \свете παρουσιάζω κάτι ὅπως μοῦ συμφέρει· бросать (проливать) \свет на что́-л. χύνω φῶς πάνω σέ κάτι, φωτίζω κάτι, διαλευκάνω· нн \свет ни заря τά χαράματα, στό λυκαυγές· \света (белого) невзвидеть разг μοῦ φαίνεται ὁ οὐρανός σφοντύλι.свет IIλ·1. (мир, вселенная) ὁ κόσμος, τό σύμπαν, ἡ οἰκουμένη, ἡ ὑφήλιος, ὁ ντουνιδς:страны \света τά σημεία τού ὁρίζοντος· части \света τά μέρη τοῦ κόσμου· на краю \света στά πέρατα τοῦ κόσμου, στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· путешествие вокру́г \света а) ταξείδιον γύρω στή γή, б) κάνω τόν γύρο τοδ κόσμου μέ πλοίο (на корабле)· бродить по \свету περιπλανιέμαι, πλανιέμαι, γυρίζω τόν κόσμο·2. (общество) ἡ κοινωνία, ὁ κόσμος:всему́ \свету известно σ· ὅλους εἶναι γνωστό, ὅλ,ος ὁ κόσμος τό ξέρει· высший \свет уст. ἡ ἀριστοκρατία, ἡ ὑψηλή κοινωνία· ◊ увидеть \свет (о произведении и т. п.) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι δημοσιεύομαι· выпустить в \свет ^ (издать) δημοσιεύω, ἐκδίδω· производить на \свет φέρω στον κόσμο, γεννῶ· являться на \свет γεννιέμαι· сжить со \света ἐξοντώνω κάποιον отправить на тот \свет στέλλω στον ἄλλο κόσμο· отправиться на тот \свет τά τινάζω· на э́том \свете σ' αὐτόν τόν κόσμο· больше всего́ на \свете περισσότερο ἀπ' ὅλα στον κόσμο· ни за что на \свете! разг γιά τίποτα στον κόσμο!· \свет не клином сошелся поел. ὁ κόσμος δέν χάθηκε, δέ χάλασε ὁ κόσμος· ругаться на чем \свет стои́т разг βρίζω σάν ἀμαξας. -
5 луна
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луна
-
6 лунный
лунн||ыйприл φεγγαρίσιος, σεληνιακός, φεγγαρίστικος:\лунный свет τό φῶς τῆς σελήνης· \лунныйое затмение ἡ ἔκλειψις (τῆς) σελήνης· \лунныйая ночь ἡ φεγγαρόλουστη νύχτα, ἡ σεληνοφώτιστη νύχτα. -
7 сторона
1. (пространство, расположенное по бокам или краям чего-л.) η πλευρά- выпуска (жидкости газа) - της εκροής/εξόδου2. (направление) η κατεύθυνση, το μέρος 3. (линия, ограничивающая геометрическую фигуру) το πλευρό 4. (дип., юр.) η πλευρ/άτο μέροςадреса сторон, юридические νόμιμες διευθύνσεις των - ώνпо просьбе - ы βάσει της ζήτησης/παράκλησης της - άςневиновная - μη υπαίτιος -, μη ένοχη -потерпевшая - ο παθών, το θύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сторона
-
8 φως
(γεν. φωτός, πλ. φωτά) τό1) свет, освещение, огонь;φυσικό (διάχυτο) φως — естественный (рассеянный) свет;
τεχνητό φως — искусственное освещение;
ηλεκτρικό φως — электрический свет, электрическое освещение;
η δέσμη (ακτίνων) φωτός физ. световой поток; пучок лучей;ανάβω (σβήνω) το φως — зажигать (гасить) свет;
στο δωμάτιο έχει φως — в комнате светло;
στο т της σελήνης при свете луны;με το φως της λάμπας — при свете лампы;
κοιτάζω κάτι στο φως — рассматривать что-л, на свет;
2) (πλ. φώτα) огни;συνθηματικά (или διακριτικά) φώτα сигнальные огни; τα φώτα της πόλης огни города; 3) зрение;χάνω το φως μου — терять зрение;
4) свет, сийние;5) πλ. знания; мудрость; просвещение, духовная культура; η Μόσχα είναι η πόλη των φώτων Москва — город высокой духовной культуры; επικαλού- μαι τα φώτα σας я обращаюсь к вашим знаниям, к вашему опыту; 6) перен. светик (обращение);φως μου! — светик мой!;
7) жив. освещение;§ φως φανάρι — или φως φανερό — яснее ясного, явно, очевидно; — шито белыми нитками;
βλέπω το φως της ημέρας — жить на свете, существовать;
βλέπω το φως της δημοσιότητας — увидеть свет, быть опубликованным;
φέρω εις φως ( — или φέρνω σε φως) — выставлять наружу, обнаруживать; — разоблачать;
έρχομαι εις φως уст. — выйти на свет, наружу, обнаружиться;
(ορκίζομαι) στο φως μου! — чтоб мне ослепнуть!;
χύνω φως πάνω σε κάτι — проливать свет на что-л.;
του άλλαξε τα φωτά он ему так врезал, что у него искры из глаз посыпались -
9 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
10 полный
επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•
стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•
все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•
полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•
глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•
взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•
он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•
человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•
-ая победа ολοκληρωτική νίκη•
-ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•
развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.3. απεριόριστος, απόλυτος•-ая власть πλήρης εξουσία•
-ая свобода πλήρης ελευθερία.
4. ολόκληρος•полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•
полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•
-ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.
|| αρκετά μεγάλος, πολύς•были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.
|| όλος, ολικός•петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•
-ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.
5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•-ая женщина γεμάτη γυναίκα.
εκφρ.- ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•полный генерал – αντιστράτηγος•полный адмирал – ναύαρχος•- ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•- ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•-ым голосом (сказать, заявить – κ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος. -
11 κατισχύω
A overpower, prevail over, τινα Men.Epit.74, Aristeas 21, LXX 2 Ch.8.3, al.;ὅταν ἡ τῆς πείρας ἀκρίβεια -ισχύῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα D.S.1.39
: also c. gen., LXX Je.15.18, Alex.Aphr.in Top.248.19; [ τῆς ἐκκλησίας] Ev.Matt.l.c.;τινὸς σοφίᾳ Ael.NA5.19
; Ἄρης κ. τῆς Σελήνης Vett. Val.104.10; γενναίας φύσεως Chor.in Rev.Phil.1.57:—[voice] Pass., to be worsted,ὑπ' ἔρωτος D.S.1.71
;τῇ μάχῃ Id.17.45
.2 abs., have the upper hand, prevail, LXX Ex.17.11, al.; κ. τῷ πλήθει to be superior in.., Plb.11.13.3;κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν Ev.Luc.23.23
.b to be prevalent,ὁρμαὶ καὶ ζῆλοι παρά τισι κ. Plb.3.4.6
;κατισχυούσης τῆς θερμότητος Thphr. CP6.11.7
;κατίσχυκεν ἡ φήμη παρὰ τοῖς πλείστοις Antig.Mir. 152
.III trans., strengthen, encourage, c. acc., LXX De.1.38, al.; τὰς χεῖράς τινων ib.1 Es.7.15;οὐδετέραν τῶν στάσεων D.H.6.65
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατισχύω
-
12 πλήρωσις
A filling up, filling,πληρώσεσι καὶ κενώσεσι Pl.Phlb. 42c
; esp. with people,κληρώσεις δικαστηρίων καὶ π. Id.Lg. 956e
; π. τῆς νεώς manning the ship, CIG2501 (Cos, i B. C.).2 sensual satisfaction, gratification, esp. of eating and drinking,τὸ πίνειν π. τῆς ἐνδείας Pl.Grg. 496e
; ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς π. ib. 492a; : as expl. of the origin of pleasure, Id.Phlb. 31esq., 35a sq.; of other passions,θυμοῦ π. Plu.Lys.19
; of the higher aspirations, Plot.5.8.4.3 completion of a number, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους.. ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος which remained to complete the eight years, Hdt.3.67; εἰς π. ἐκρηγμάτων ( ἐκχρημ- Pap.) κδ' making a total of 24 sluices, Wilcken Chr.11 A14 (ii B. C.).II [voice] Pass., becoming full,τῆς σελήνης Arist.HA 582b2
, Epicur.Ep.2p.40U.; of women, impregnation, Arist. l.c.; αἱ τῶν σιτίων π. a being filled with food, opp. αἱ ἔνδειαι, Id.Phgn. 810b22: abs., repletion, Hp.VM9, 21, Arist.Rh. 1380b4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλήρωσις
-
13 φωτισμός
φωτισμός, οῦ, ὁ, (φωτίζω; illumination in the physical sense: Strato of Lamps. [300 B.C.] Fgm. 76 Wehrli ’50; Petosiris, Fgm. 12 ln. 178 τῆς σελήνης; Sext. Emp., Math. 10, 224 ἐξ ἡλίου; Plut., Mor. 929d; 931a; PMich 149, 3; 33 [II A.D.]; Ps 26:1; 43:4; 77:14; Job 3:9; Philo, Somn. 1, 53. Of daylight: ὁ φ. τοῦ περὶ ὑμᾶς ἀέρος Did., Gen. 23, 20) in our lit. only in imagery (TestLevi 14:4 τὸ φῶς τοῦ νόμου … εἰς φωτισμὸν παντὸς ἀνθρώπου; Just., A I, 61, 12 καλεῖται τοῦτο τὸ λουτρὸν φωτισμός [of baptism]) illumination for the inner lifeⓐ enlightenment, light εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ so that they do not see the light of the gospel of the glory of Christ 2 Cor 4:4 (s. αὐγάζω 1).ⓑ bringing to light, revealing (φωτίζω 3b) πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως 2 Cor 4:6 (but for other interpretations s. the commentaries. S. also Herm. Wr. 10, 21 τὸ τῆς γνώσεως φῶς; 7, 2a).—DELG s.v. φάε C. M-M. TW. Sqicq. -
14 πληρωσις
- εως ἥ1) наполнение, заполнение(π. καὴ κένωσις Plat.)
2) восполнение, дополнениеμῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους ἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος Her. — в течение семи месяцев, не хватавших до полных восьми лет
3) (у)комплектование(δικαστηρίων Plat.)
4) насыщение, удовлетворение, утоление(τῆς ἐνδείας Plat.; θυμοῦ Plut.)
ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν Plat. — предаваться наслаждениям;ἐν πληρώσει Arst. — в состоянии полной удовлетворенности5) изобилие(τῶν σιτίων Arst.)
-
15 свет
I.(лучистая энергия, освещение, источник освещения и т.п) το φωςдневной - της ημέρας, φυσικό -II.(земной шар, Мир) η Γη, ο κόσμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свет
-
16 πάθημα
Aπαθημάτοις Com.Adesp.283
(Aetol. acc. to Eust. 279.42, 1761.36):—that which befalls one, suffering, misfortune, S.Tr. 142, Th.4.48, etc.; τὸ π. τοῦ Χριστοῦ the passion of Christ, 2 Ep.Cor.1.5; of good fortune, χαῖρε παθὼν τὸ π. (deification) Orph.Fr. 32f: mostly in pl., Hdt.8.136, etc.;παθήμαθ' ἅπαθον S.OC 361
; ἀκούσια π., opp. ἑκούσια καὶ ἐκ προνοίας ἀδικήματα, Antipho 1.27; τὰ δέ μοι π. μαθήματα γέγονε my sufferings have been my lessons (cf.πάθος 1.2
), Hdt.1.207, cf. Ar.Th. 199, Pl.Smp. 222b.II emotion or condition, affection,π. τῆς ψυχῆς εἶναι τὴν σωφροσύνην, οὐ μάθημα X.Cyr.3.1.17
, cf. Pl.Phd. 79d; opp. ποίημα, Id.Sph. 248b;τὸ τῆς ἑτέρας χειρὸς π. Plot.4.9.2
; but in early writers mostly in pl., affections, feelings, opp. ποιήματα, Pl.R. 437b;τὰ περὶ τὸ σῶμα π. Id.Phlb. 33d
;ὅσα διὰ τοῦ σώματος π. ἐπὶ τὴν ψυχὴν τείνει Id.Tht. 186c
;π. ἐν τῇ ψυχῇ γιγνόμενα Id.R. 511d
; παθήμασιν ὑπηρετεῖν obey the feelings, Arist.Pol. 1254b24; opp. ἤθη, ἕξεις, Id.Rh. 1396b33, cf. Po. 1449b28.III in pl., incidents, happenings, τὰ ἐν.. Ὀδυσσείᾳ π. ib. 393b;πάντα εἴδη καὶ π. πολιτειῶν Id.Lg. 681d
. -
17 επιπροσθεω
1) находиться впереди (чего-л.), закрывать, застилать, заслонять(τοῖς τῆς πόλεως πύργοις Polyb.)
τὸ ἐπιπροσθοῦν Plut. — то, что стоит перед глазами, помеха зрению;τὸ μέσον ἐπιπροσθεῖ τοῖς πέρασιν Arst. — середина (прямой линии) закрывает оба (ее) конца2) затмевать(ἐπιπροσθεῖται ὅ ἥλιος ὑπὸ τῆς σελήνης Plut.)
ὅ τῦφος ἐπιπροσθεῖ Plut. — гордыня туманит (сознание), ослепляет -
18 παθημα
1) страдательное состояние(τῆς ψυχῆς Xen.)
τὰ περὴ τὸ σῶμα παθήματα Plat. — телесные состояния2) страсть, влечение(τοῖς παθήμασιν ὑπηρετεῖν Arst.)
3) страдание, недуг, боль(παθήματά τε καὴ νοσήματα Plat.)
τὸ π. τοῦ θανάτου NT. = θάνατος4) несчастье, бедствие, горе(παθήματα πάσχειν Soph.; τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε Her.)
5) событие, происшествие(τὰ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ παθήματα Plat.)
6) изменение, смена(τὰ τῆς σελήνης παθήματα Arst.)
7) филос. (преходящее) свойство, признак Arst. -
19 περιφορα
ἥ1) перемена (блюд), подача кушаний2) вращение(τῆς σελήνης Arph.)
3) небесный свод(ἥ π. κινουμένη Plat.)
4) pl. общение, обращение, тж. общественные отношения5) кольцевой ярус, этаж Diod. -
20 фаза
η φάσηгазообразная - см. газовая -мёртвая - хим. νεκρή -паровая - см. парообразная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фаза
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… … Dictionary of Greek
λίκνιση — (Αστρον.). Μικρή ταλάντωση του ορατού ημισφαιρίου της Σελήνης σε σχέση με το κέντρο της Γης. Η λ. της Σελήνης ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο και διακρίνονται έξι τύποι της: α) λ. κατά πλάτος, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ισημερινός της Σελήνης… … Dictionary of Greek
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… … Dictionary of Greek